- γιούκος
- ο1) тюк с постельными принадлежностями; 2) постельные принадлежности (приданое невесты); 3) стенной шкаф для хранения постельных принадлежностей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιούκος — και γοίκος, ο και γιούκι, το 1. στοίβα από στρώματα, κλινοσκεπάσματα, χράμια, κουβέρτες, παπλώματα κ.λπ. 2. στοίβα από είδη προικός 3. το βαθύ ανοιχτό ντουλάπι τού τοίχου για την τοποθέτηση τού γιούκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. oyuk] … Dictionary of Greek